σαπουνάς

σαπουνάς
ο мыловар

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σαπουνάς" в других словарях:

  • σαπουνάς — ο, Ν παρασκευαστής ή πωλητής σαπουνιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπούνι + κατάλ. άς (πρβλ. γαλατ άς)] …   Dictionary of Greek

  • σαπουνάς — ο αυτός που φτιάχνει ή πουλάει σαπούνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαπουνάδικο — το, Ν κατάστημα παρασκευής ή πώλησης σαπουνιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σαπουναδ τού πληθ. σαπουνάδες τής λ. σαπουνάς + κατάλ. ικο (πρβλ. γαλατ άδ ικο)] …   Dictionary of Greek

  • σαπωνοποιός — και σαπουνοποιός, ο, Ν παρασκευαστής σαπουνιών, σαπουνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάπων / σαπούνι + ποιός*. Ο τ. σαπωνοποιός μαρτυρείται από το 1850 στον Σ. Α. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • σαπωνοπώλης — και σαπουνοπώλης, ο, Ν πωλητής σαπουνιών, σαπουνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάπων / σαπούνι + πώλης*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»